- ὑπείποις
- ὑπεῖπονsayaor opt act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπείπον — Α 1. λέω ή επαναλαμβάνω κάτι πριν από κάποιον άλλον («ἐγὼ δ ὑπερῶ τὸν ὅρκον», Αριστοφ.) 2. λέω ως πρόλογο («παισὶν δ ὑπεῑπον τοῑσδε τοὺς αὐτοὺς λόγους», Ευρ.) 3. λέω κάτι επί πλέον, προσθέτω κάτι («ὑπειπούσης... ὅτι ἐς ἑσπέραν ἥξοιμι», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek